Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στραγγαλίζω

  • 1 στραγγαλίζω

    [странгализо] р. удушить, удавить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στραγγαλίζω

  • 2 задросселировать

    στραγγαλίζω, κλείνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задросселировать

  • 3 душить

    душу, душишь ρ.δ.μ.
    1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•

    кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.

    || περιορίζω• εκμηδενίζω•

    душить критику πνίγω την κριτική•

    душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.

    2. συγκρατώ• σφίγγω•

    смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•

    меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•

    меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.

    || μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•
    душить поцелуями – καταφιλώ.
    πνίγομαι.
    душу, душишь
    ρ.δ.μ.
    αρωματίζω.
    αρωματίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > душить

  • 4 дросселировать

    1. (поток газа, пара или жидкости) αποπνίγω, στραγγαλίζω τη ροή του ατμού, αερίου κ.λπ. 2. (две) ελαττώνω τη ταχύτητα της μηχανής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дросселировать

  • 5 удушить

    (задушить) πνίγω, στραγγαλίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удушить

  • 6 душить

    души́||ть I
    несов
    1. πνίγω/ στραγγαλίζω (убивать)·
    2. (затруднять дыхание) πνίγω, σφίγγω:
    воротник ду́шит μέ σφίγγει ὁ γιακάς· его \душитьл смех τόν ἐπνιγε τό γέλοιο· меня ду́шит кашель πνίγομαι ἀπ' τό βήχα· его \душитьла злоба ἐβραζε ἀπό τό κακό του·
    3. перен (притеснять, угнетать) καταπιέζω, θλίβω, καταδυν.-στεύω, τυραννώ:
    \душить свободу καταπνίγω τήν ἐλευθερία· ◊ \душить в объятиях разг σφίγγω στήν ἀγκαλιά μου.
    душить II
    несов (духами) ἀρωματίζω, ραντίζω μέ μυρωδικά.

    Русско-новогреческий словарь > душить

  • 7 задавить

    задавить
    сов
    1. (раздавить) πατώ, συντρίβω, ζουλώ, ζουλίζω/ πλακώνω, πατώ (машиной и т. п.)·
    2. (задушить) πνίγω, στραγγαλίζω·
    3. перен (подавить) καταστέλλω, καταπνίγω.

    Русско-новогреческий словарь > задавить

  • 8 придушить

    придушить
    сов разг πνίγω, καταπνίγω, στραγγαλίζω.

    Русско-новогреческий словарь > придушить

  • 9 удавить

    удавить
    сов πνίγω, στραγγαλίζω.

    Русско-новогреческий словарь > удавить

  • 10 удушать

    удушать
    несов, удушить сов πνίγω/ προκαλώ ἀσφυξία[ν] (газом)/ στραγγαλίζω, ἀπαγχονίζω (руками, петлей).

    Русско-новогреческий словарь > удушать

  • 11 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 12 задавить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задавленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλακώνω, πατώ•

    машина -ла ребенка το αυτοκίνητο πάτησε το παιδάκι.

    2. πνίγω, στραγγαλίζω•

    кошка -ла цыплят η γάτα έπνιξε τα πουλάκια•

    его -ли веревкой τον έπνιξαν με την τριχιά.

    3. καταπνίγω, καταστέλλω.
    πνίγομαι, κρεμιέμαι, απαγχονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > задавить

  • 13 передушить

    -ушу, -ушишь, тис θ. μτχ. παρλθ. χρ. передушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. πνίγω, στραγγαλίζω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > передушить

  • 14 подушить

    ρ.σ.μ. πνίγω, στραγγαλίζω (όλους, πολλούς).
    ρ.σ.μ. ραντίζω λίγο με άρωμα.
    ραντίζομαι λίγο με άρωμα.

    Большой русско-греческий словарь > подушить

  • 15 удавить

    удавлю, удавишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удавленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. πνίγω, στραγγαλίζω.
    κρεμιέμαι, απαγχον ί-ζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > удавить

  • 16 удушить

    удушу удушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. πνίγω• στραγγαλίζω• θανατώνω με ασφυξία. || μτφ. περιορίζω•

    удушить критику πνίγω την κριτική.

    (απλ.) πνίγομαι, απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > удушить

  • 17 ущемить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ущемленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. защемить.
    2. μτφ. περιορίζω• στραγγαλίζω. || προσβάλλω, θίγω• βλάπτω•

    ущемить достоинство, самолюбие θίγω την αξιοπρέπε ια, το φιλότιμο.

    βλ. защемиться.

    Большой русско-греческий словарь > ущемить

См. также в других словарях:

  • στραγγαλίζω — strangle pres subj act 1st sg στραγγαλίζω strangle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίζω — στραγγαλίζω, στραγγάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλίζω — στραγγάλισα, στραγγαλίστηκα, στραγγαλισμένος 1. θανατώνω κάποιον σφίγγοντας το λαιμό του: Οι Τούρκοι στραγγάλισαν το Ρήγα Φεραίο και τους συντρόφους του στο Βελιγράδι. 2. διαστρέφω ή συγκαλύπτω την αλήθεια: Στραγγαλίζω την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγαλίσω — στραγγαλίζω strangle aor subj act 1st sg στραγγαλίζω strangle fut ind act 1st sg στραγγαλίζω strangle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλισθείς — στραγγαλίζω strangle aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλιῶ — στραγγαλίζω strangle fut ind act 1st sg (attic epic doric) στραγγαλιάω tie knots pres imperat mp 2nd sg στραγγαλιάω tie knots pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στραγγαλιάω tie knots pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στραγγαλιάω tie… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλιῶν — στραγγαλίζω strangle fut part act masc nom sg (attic epic doric) στραγγαλιά induration in the limbs fem gen pl στραγγαλιάω tie knots pres part act masc voc sg στραγγαλιάω tie knots pres part act neut nom/voc/acc sg στραγγαλιάω tie knots pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγαλίσατο — στραγγαλίζω strangle aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγάλισαν — στραγγαλίζω strangle aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»