-
1 στραβώνω
[стравоно] р. (μχβ.) искривлять, портить, искажать, извращать, ослеплять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στραβώνω
-
2 кривить
-влю, -вишьρ.δ. μ. κυρτώνω, καμπυλώνω, λυγίζω, στραβώνω•кривить рот στραβώνω το στόμα•
кривить лицо συσπώ το πρόσωπο, στραβομουτσουνιάζω•
кривить каблуки στραβώνω τα τακούνια•
кривить душой (μτφ.) παραβαίνω τη συνείδηση.
στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ, φ. -
3 косить
косить 1кошу, косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ. μ.1. κοσίζω, χορτοκοπώ• θερίζω.2. μτφ. εξολοθρεύω, θερίζω, εξοντώνω.κοσίζομαι, θερίζομαι.косить 2кошу, косишьρ.δ.1. μ. στραβώνω, στρεβλώνω•косить рот στραβώνω το στόμα.
2. λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω.3. αλληθωρίζω.1. στραβώνω.2. λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω. || στραβοκοιτάζω (περιφρονητικά ή απειλητικά). -
4 деформироваться
(претерпевать изменения формы) παραμορφώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деформироваться
-
5 сбиваться
сбивать||ся1. (сдвигаться с места) φεύγω ἀπό τή θέση μου, στραβώνω (άμετ.):\сбиватьсяся набок (о шляпе) γέρνω, ξεφεύγω, στραβώνω·2. (о каблуках) τρίβομαι, φαγώνομαι·3. (с тропинки, с пути) χάνομαι:\сбиватьсяся с пути́ прям., перен παραστρατίζω·4. перен (ошибаться, запутываться) χάνω:\сбиватьсяся со счета μπερδεύω μετρώντας· \сбиватьсяся с то́лку τα χάνω, χάνω τόν είρμό, χάνω τό νήμα τῶν Ιδεών μου· \сбиватьсяся с такта χάνω τόν ρυθμόν μου· \сбиватьсяся с ноги воен. χάνω τό βήμα μου·5. (о масле, сливках и т. п.) χτυπιέμαι, δέρ(ν)ομαι. -
6 закривить
-влю, -вишьρ.σ.1. βλ. кривить.2. αρχίζω να στραβώνω.1. βλ. кривиться.2. αρχίζω να στραβώνω. -
7 искорёжить
-жу, -жишь ρ.σ.μ. (απλ.) στραβώνω, σκεβρώνω, καμπουριάζω.στραβώνω, σκεβρώνω, καμπουριάζω. -
8 искосить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.λοξεύω, στραβώνω•искосить строку πηγαίνω λοξά τη σειρά των γραμμάτων.
λοξεύω, στραβώνω. -
9 искривить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искривлённый, βρ: -лён, -лена, -ленс5 ρ.σ.μ. στραβώνω, κυρτώνω, κάμπτω, λυγίζω. || διαστρεβλώνω, παραμορφώνω.στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
10 коверкать
ρ.δ. μ.1. χαλνώ, στραβώνω, λυγίζω.2. μτφ. διαστρέφω ηθικά.3. μτφ. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω• αλλάζω.χαλνώ, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 коробить
-блю, -бишьρ.δ. μ.1. στραβώνω, σκεβρώνω•жар -ит сырые доски η μεγάλη ζέστη σκεβρώνει τις υγρές σανίδες.
2. απρόσ. (απλ.) σφαδάζω.3. μτφ. πληγώνω, καταλυπώ, ραγίζω την καρδιά.1. σκεβρώνω, στραβώνω.2. φουσκώνω, ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι (για ενδυμασία). -
12 перекосить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.κοσίζω θερίζω (όλο, όλα). || μτφ. εξοντώνω, καταστρέφω, εξολοθρεύω•болезнь -ла много кроликов η άρρωστεια θέρισε πολλά κουνέλια•
перекосить пулемтным огнём θερίζω με το πολυβόλο.
ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе-рекосить1) • στραβώνω, σκεβρώνω;τοποθετώ λοξά. || συσπώ, παραμορφώνω.στραβώνω, σκεβρώνω•дверь -лась η πόρτα στράβωσε.
|| λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω. || συσπώμαι. -
13 перекривить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекривлённый, βρ: -лен, -лена, -лено;ρ.σ.μ. στραβώνω, κυρτώνω, κάμπτω, λυγίζω.στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 покорёжить
ρ.σ.μ.(απλ.) στραβώνω, στρεβλώνω• σκεβρώνω• παραμορφώνω.στραβώνω, σκεβρώνω• παραμορφώνομαι. -
15 покоробить
ρ.σ.1. σκεβρώνω, στραβώνω.2. μτφ. προξενώ άσχημη εντύπωση ή αντιπάθεια.σκεβρώνω, στραβώνω. -
16 свернуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω•свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.
2. στρίβω, συστρέφω•свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.
3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.
|| καταργώ προσωρινά.4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.5. στρίβω, στρέφω, κόβω•свернуть налево κόβω αριστερά.
6. μτφ. αλλάζω•свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.
7. στρέφω•свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.
|| εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.
8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.
9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•
свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.
εκφρ.свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.
2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•кровь -лась το αίμα έπηξε•
молоко -лось το γάλα έκοψε.
3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.5. καταργούμαι προσωρινά.6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).7. στραβώνω από το χτύπημα.8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.
9. πεθαίνω (από αρρώστεια).10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο). -
17 гвоздь
το καρφ/ί, ο ήλοςвытаскивать - εξάγω το -, забивать - καρφώνω το -затяжной кож. - σύσφιξηςпаркетный - του παρκέ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гвоздь
-
18 перекашивать
I. 1. (делать косым, искривлять) παραμορφώνω, στραβώνω 2. (расположить косо) τοποθετώ λοξά. II.(напр. всю траву на каком-л. участке) θερίζω (όλα ή πολλά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекашивать
-
19 перекоситься
1. (стать косым, несимметричным, искривиться) στραβώνω 2. (сдвинуться в сторону, набок) λυγίζω, γέρνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекоситься
-
20 выкалывать
выкалыватьнесов:\выкалывать глаза βγάζω τα μάτια, τυφλώνω, στραβώνω.
См. также в других словарях:
στραβώνω — στραβώνω, στράβωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή … Dictionary of Greek
στραβώνω — στράβωσα, στραβώθηκα, στραβωμένος 1. κάνω κάτι στραβό ή γίνομαι στραβός: Στράβωσες τη γραμμή. – Στράβωσαν τα ξύλα από την υγρασία. 2. τυφλώνω: Με στράβωσε ο καπνός. 3. το παθ., στραβώνομαι κάνω λάθος αδικαιολόγητα: Στραβώθηκα εκείνη την ώρα και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεβρώνω — σκέβρωσα, σκεβρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι κυρτό, το στραβώνω. 2. αμτβ., γίνομαι κυρτός, στραβώνω: Τα σανίδια βράχηκαν και σκέβρωσαν. 3. μτφ., καμπουριάζω: Σκέβρωσε από την πολλή δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek
διαμυλλαίνω — (Α) [μυλλαίνω] στραβώνω χλευαστικά τα χείλη, μορφάζω … Dictionary of Greek
εκτυφλώνω — και εκτυφλώ ( όω) (AM ἐκτυφλῶ) 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω 2. απόλ. επιφέρω τύφλωση 3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω 4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεως αρχ. 1. παθ. (για… … Dictionary of Greek
εντυφλώ — ἐντυφλῶ, όω (Α) τυφλώνω, στραβώνω … Dictionary of Greek
ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
μυλλαίνω — (Α) [μύλλον] στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω … Dictionary of Greek