στρέφω την
91αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …
92μεταστρέφω — μετάστρεψα και μετέστρεψα, μεταστράφηκα, μεταστραμμένος, στρέφω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, αλλάζω την πορεία: Η παρουσία του στην τηλεοπτική εκπομπή μετάστρεψε την κοινή γνώμη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93αειστρεφής — ἀειστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται 2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω] …
94αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …
95αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] …
96αναπρωρίζω — και αναπλωρίζω και αναπρωρώ ( έω) 1. πλέω ανάπρωρα, αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου 2. στρέφω το πλοίο έτσι ώστε η πλώρη του να είναι αντίθετα προς τον άνεμο 3. (για πλοίο) στέκομαι ή παίρνω στάση ώστε η πλώρη να είναι αντίθετα προς τη… …
97αντεπιστρέφω — (Α ἀντεπιστρέφω) νεοελλ. επιστρέφω πάλι κάτι που μου επέστρεψαν αρχ. 1. στρέφω κάτι εναντίον κάποιου 2. στριφογυρίζω (για την κίνηση της βελόνας) …
98ασπιδηστρόφος — ἀσπιδηστρόφος, ον (Α) αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος] …
99ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια …
100βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …