στρέφω την
81περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …
82ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… …
83στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …
84στρέψη — Παραμόρφωση που υφίσταται ένα στερεό από τις δράσεις δύο ζευγών, ίσης και αντίθετης ροπής, τα οποία βρίσκονται σε επίπεδα δύο διάφορων εγκάρσιων τομών του ορισμένου σώματος. Με τις συνθήκες αυτές, το σώμα δεν υφίσταται περιστροφή στο σύνολό του,… …
85στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …
86τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …
87τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …
88χειραγωγώ — χειραγωγῶ, έω ΝΜΑ [χειραγωγός] 1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ. β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.) 2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῡ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῡσαν ἡμᾱς εἰς Χριστόν»,… …
89όρτσα — επιφών. 1. ναυτ. παράγγελμα που χρησιμοποιείται στο ιστιοφόρο ναυτικό και σημαίνει τη στροφή τού πλοίου ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τη διεύθυνση τού ανέμου 2. φρ. α) «όρτσα (α)λα μπάντα» ναυτ. πρόσαγε, δηλ. στρέψε την πλώρη προς τον… …
90αποστρέφομαι — βλ. πίν. 210 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …