στρέφεται

  • 91δεκασμός — ο (AM δεκασμός) [δεκάζω] η δωροδοκία, κυρίως δικαστών ή μαρτύρων αρχ. φρ. «δεκασμού γραφή» κατηγορία η οποία στρέφεται κατά τών πολιτών που δωροδόκησαν άρχοντες τής πόλεως, δικαστές ή μάρτυρες …

    Dictionary of Greek

  • 92δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 93δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …

    Dictionary of Greek

  • 94δράπανο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 411 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στην ακτή του όρμου του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργοστολίου του νομού Κεφαλληνίας. * * * το (μηχανολ.) 1. πολύστροφη εργαλειομηχανή ή εργαλείο που στρέφεται με …

    Dictionary of Greek

  • 95δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …

    Dictionary of Greek

  • 96δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… …

    Dictionary of Greek

  • 97εισκύκλημα — εἰσκύκλημα, το (Α) μηχάνημα επάνω στο οποίο στρέφεται το εκκύκλημα …

    Dictionary of Greek

  • 98εκτρόπιο — το (Α ἐκτρόπιον) νεοελλ. ιατρ. ασθένεια κατά την οποία γίνεται στροφή ενός βλεννογόνου προς τα έξω («εκτρόπιον τών βλεφάρων, τού τραχήλου τής μήτρας κ.λπ.») αρχ. αρρώστια κατά την οποία στρέφεται το βλέφαρο ανάποδα, προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται …

    Dictionary of Greek

  • 99ελλειψοειδής — ές 1. αυτός που έχει σχήμα έλλειψης 2. το ουδ. ως ουσ. το ελλειψοειδές κλειστή επιφάνεια δεύτερου βαθμού που παράγεται από μεταβλητή έλλειψη η οποία στρέφεται γύρω από τον έναν άξονά της σταθερού μήκους …

    Dictionary of Greek

  • 100εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… …

    Dictionary of Greek