στρέφεται

  • 71αντεγκληματικός — ή, ό αυτός που στρέφεται εναντίον της εγκληματικότητας …

    Dictionary of Greek

  • 72αντεκκλησιαστικός — ή, ό αυτός που στρέφεται εναντίον της Εκκλησίας …

    Dictionary of Greek

  • 73αντιαττικιστής — ο (Α ἀντιαττικιστής) αυτός που στρέφεται εναντίον του αττικισμού και των αττικιστών …

    Dictionary of Greek

  • 74αντιγεωργικός — ή, ό αυτός που στρέφεται εναντίον της γεωργίας και των γεωργών («αντιγεωργική πολιτική») …

    Dictionary of Greek

  • 75αντιπλουτοκρατικός — ή, ό αυτός που στρέφεται εναντίον της πλουτοκρατίας και των πλουτοκρατών …

    Dictionary of Greek

  • 76αντιπολεμικός — ή, ό (φιλολογία, σταυροφορία κ.λπ.) αυτός που στρέφεται εναντίον του πολέμου, ειρηνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πολεμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 77αντιστρατιωτικός — ή, ό 1. αυτός που δεν ταιριάζει στην ιδιότητα του στρατιωτικού 2. αυτός που στρέφεται εναντίον του στρατού …

    Dictionary of Greek

  • 78ανωοψία — η στραβισμός κατά τον οποίο ο βολβός του ματιού στρέφεται προς τα πάνω …

    Dictionary of Greek

  • 79αξονήλατος — ἀξονήλατος, ον (Α) αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξων ( ονος) + ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α συλλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 80απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …

    Dictionary of Greek