στρέφεται

  • 101ενάγω — (AM ἐνάγω) 1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή 2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ούσα, ον στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή… …

    Dictionary of Greek

  • 102εξανεγείρω — ἐξανεγειρω (Α) προτρέπω, παρορμώ έντονα, εξεγείρω («ἐξανεγειρόμενος στρέφεται», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 103επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …

    Dictionary of Greek

  • 104επίστρεπτος — ἐπίστρεπτος, ον (Α) [επιστρέφω] 1. εκείνος προς τον οποίο στρέφεται κανείς με θαυμασμό («ὥραν ἐχούσας τήνδ’ ἐπίστρεπτον βροτοῑς» την ηλικία τους που στρέφονται οι άνθρωποι για να τή θαυμάσουν, Αισχύλ.) 2. αυτός που μπορεί εύκολα να περιστραφεί …

    Dictionary of Greek

  • 105επερώτηση — η (AM ἐπερώτησις) [επερωτώ] ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος νεοελλ. γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών τού κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή τής κυβερνήσεως συνολικά μσν. σύμβαση η οποία δημιουργούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 106εργατοπέδη — η κυλινδρική οπή στο κατάστρωμα πλοίου μέσα στην οποία στρέφεται η άτρακτος τού εργάτη, η «τρύπα τού αργάτη» …

    Dictionary of Greek

  • 107ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 108ευανάστροφος — εὐανάστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται εύκολα πίσω, άστατος, επιπόλαιος 2. φιλύποπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στροφος (< ανα στρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 109ευδιάστροφος — εὐδιάστροφος, ον (Μ) αυτός που στρέφεται ή ανατρέπεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάστροφος (< διαστρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110ευστραβής — εὐστραβής, ές (Α) (για ξύλο) ευλύγιστος, εύκαμπτος, αυτός που στρέφεται ή στραβώνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στραβής (< στραβός ή *στράβος), πρβλ. α στραβής] …

    Dictionary of Greek