στο χτένι

  • 1χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …

    Dictionary of Greek

  • 2χτένι — το 1. εργαλείο που αποτελείται από πυκνή σειρά δοντιών, με το οποίο τακτοποιείται η κόμη. 2. εξάρτημα του αργαλειού. 3. οδοντωτό κηπουρικό εργαλείο για το καθάρισμα του εδάφους, τσουγκράνα. 4. οδοντωτό εργαλείο για το μάζεμα των ελιών. 5. φρ.,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3κτένι ή χτένι — Κοινή ονομασία θαλάσσιων ελασματοβραγχίων μαλακίων του γένους Pecten, της οικογένειας των πεκτινιδών. Τα δίθυρα όστρακά τους, τα οποία συναντώνται στις περισσότερες ακτές, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες για τα ωραία χρώματα και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 4φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 6κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 7ψέμα — το, ατος 1. ψεύδος, ψευτιά: Όσα σου είπα χτες ήταν ψέματα. 2. φρ., «Σώθηκαν τα ψέματα», έφτασε πια ο κόμπος στο χτένι, η κατάσταση είναι σοβαρή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 9Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …

    Dictionary of Greek

  • 10κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …

    Dictionary of Greek