στο απέναντι

  • 11διεκπεραιώνω — (Α διεκπεραιῶ, όω) [εκπεραιώ] 1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη 2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι νεοελλ. 1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία 2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα …

    Dictionary of Greek

  • 12αντίπορθμος — ἀντίπορθμος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται στα δύο μέρη του πορθμού 2. αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος του πορθμού 3. φρ. «Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις» στα απέναντι μέρη της Πελοποννήσου …

    Dictionary of Greek

  • 13διαπεραιώνω — (Α διαπεραιῶ, όω) 1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος 2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντι αρχ. 1. διαβαίνω, περνώ 2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» τα ξίφη βγήκαν απ τις θήκες τους …

    Dictionary of Greek

  • 14πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 15τραμπαλίζομαι — Ν [τραμπάλα] 1. κάνω τραμπάλα, κάθομαι στο ένα άκρο τής τραμπάλας και σπρώχνοντας το έδαφος με το πόδι σηκώνομαι, ενώ την ίδια στιγμή ο συμπαίκτης μου που κάθεται στο απέναντι άκρο κατεβαίνει και επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση 2. (γενικά)… …

    Dictionary of Greek

  • 16αντιπεραιούμαι — ἀντιπεραιοῡμαι ( όομαι) (Μ) περνώ στο απέναντι μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 17αντιπερνώ — ( άω) (Μ ἀντιπερῶ, άω) περνώ στο απέναντι μέρος, όχθη, ακτή νεοελλ. περνώ συχνά, περνώ και ξαναπερνώ …

    Dictionary of Greek

  • 18αποπερώ — ἀποπερῶ ( άω) (Α) περνώ στο απέναντι μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 19διαβιβάζω — (AM διαβιβάζω) 1. μεταφέρω από κάποιον τόπο σε άλλο 2. μεταφέρω στο απέναντι μέρος 3. μεταβιβάζω, μεταδίδω, γίνομαι φορέας αρχ. 1. διατρίβω, περνώ τον καιρό μου 2. μεταφέρω τη μελωδία 3. διαβιβάζομαι α) εξαναγκάζω με τη βία β) (για φυτά) διαπερνώ …

    Dictionary of Greek

  • 20διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… …

    Dictionary of Greek