στοχασμός
1στοχασμός — guessing masc nom sg …
2στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν …
3στοχασμός — ο 1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός. 2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl …
5στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl …
6στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg …
7στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl …
8στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl …
9στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg …
10στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg …