στορεύς
1στορεύς — one who spreads smooth masc nom sg …
2στορεύς — έως, ὁ, Α βλ. στορέας …
3στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… …
4στορέω — στόρεννυμι fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) στορεύς one who spreads smooth masc acc sg (epic ionic) στορεύς one who spreads smooth masc gen sg (epic ionic) …
5στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …
6στορεῖ — στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στόρεννυμι fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) στορεύς one who spreads smooth masc dat sg …