στονόεις
1στονόεις — causing groans masc nom sg …
2στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …
3στονόεν — στονόεις causing groans masc voc sg στονόεις causing groans neut nom/voc sg …
4στονόεντα — στονόεις causing groans neut nom/voc/acc pl στονόεις causing groans masc acc sg …
5στονόεντας — στονόεις causing groans masc acc pl …
6στονόεντες — στονόεις causing groans masc nom/voc pl …
7στονόεντι — στονόεις causing groans masc/neut dat sg …
8στονόεντος — στονόεις causing groans masc/neut gen sg …
9στονόεσσα — στονόεις causing groans fem nom/voc sg …
10στονόεσσαι — στονόεις causing groans fem nom/voc pl …
- 1
- 2