στολμός
1στολμός — equipment masc nom sg …
2στολμός — ὁ, Α στολή, ενδυμασία, στολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στολ τού στέλλω + κατάλ. μός (πρβλ. κορμός), βλ. και λ. στέλλω] …
3στολμοῖσι — στολμός equipment masc dat pl (epic ionic aeolic) …
4στολμοί — στολμός equipment masc nom/voc pl …
5στολμοῦ — στολμός equipment masc gen sg …
6στολμούς — στολμός equipment masc acc pl …
7στολμόν — στολμός equipment masc acc sg …
8στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …
9χρυσεόστολμος — ον, Α (ποιητ. τ.) χρυσεόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + στολμός «στολή, ενδυμασία»] …
10όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …