στοίχεις

  • 1στοιχεῖς — στοιχέω to be drawn up in a line pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …

    Dictionary of Greek