στιφρός
1στιφρός — firm masc nom sg …
2στιφρός — ή, ό / στιφρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» το πέτρωμα τού οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ. γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …
3στιφρά — στιφρός firm neut nom/voc/acc pl στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc/acc dual στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4στιφρότερον — στιφρός firm adverbial comp στιφρός firm masc acc comp sg στιφρός firm neut nom/voc/acc comp sg …
5στιφρόν — στιφρός firm masc acc sg στιφρός firm neut nom/voc/acc sg …
6στιφραί — στιφρός firm fem nom/voc pl …
7στιφροτέρους — στιφρός firm masc acc comp pl …
8στιφροί — στιφρός firm masc nom/voc pl …
9στιφρούς — στιφρός firm masc acc pl …
10στιφρή — στιφρός firm fem nom/voc sg (epic ionic) …