στιλβ-

  • 1-ωμα — ΝΜΑ κατάληξη ουδέτερων ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / ῶ, όω (πρβλ. μίσθ ωμα, στίλβ ωμα). Η κατάληξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων ακόμη και αν δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε ῶ / όω (πρβλ. ἀρσέν… …

    Dictionary of Greek

  • 2-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος …

    Dictionary of Greek

  • 3στίγων — ωνος, ὁ, Α στιγματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα) + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. στίλβ ων)] …

    Dictionary of Greek

  • 4στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …

    Dictionary of Greek

  • 5τεντωτήρας — ο, Ν τεχνολ. μοχλός με δύο μοχλό βραχίονες και υπομόχλιο σε σταθερό σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεντώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. στιλβ ωτήρας)] …

    Dictionary of Greek