στικτόπους

  • 1στικτόπους — ουν, γεν. στικτόποδος, Α αυτός που έχει στικτά πόδια («στικτόποδες ἔλαφοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στικτός + πούς, ποδός] …

    Dictionary of Greek