-
1 στιγμή
[стигми] ουσ. Θ. минута, миг, мгновенье, момент,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στιγμή
-
2 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
3 минута
-ы θ.1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•
сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•
подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•
с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.
2. η στιγμή•роковая минута μοιραία στιγμή•
решительная минута αποφασιστική στιγμή•
в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•
в данную -у στη δοσμένη στιγμή•
на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•
настоящая минута αυτή η στιγμή•
в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•
в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).
3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.εκφρ.в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•- у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό). -
4 момент
-а α.1. στιγμή•в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•
выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•
текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.
2. καιρός, ώρα•наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.
3. πλευρά•положительные -Η οι θετικές πλευρές•
отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.
4. ωςεπίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.εκφρ.в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. -
5 момент
моментм1. ἡ στιγμή:в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·3. физ. τό σημείο[ν]:\момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας. -
6 миг
-а α.στιγμή•в один миг στη στιγμή•
в тот же миг την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα•
ни на миг ούτε στιγμή.
|| χρόνος, καιρός•настал миг ήρθε η στιγμή.
-
7 миг
-
8 момент
момент м η στιγμή* удобный \момент η κατάλληλη στιγμή* * *мη στιγμήудо́бный моме́нт — η κατάλληλη στιγμή
-
9 вмиг
επίρ.στη στιγμή, μέσα σε μια στιγμή, ακαριαία•вмиг все пропало στη στιγμή το παν χάθηκε.
-
10 мгновение
-я ουδ.στιγμή•на мгновение στη στιγμή, στο μομέντο.
|| καιρός, χρόνος.εκφρ.в одно мгновение – πάραυτα, αυτοστιγμεί, ακαριαία•в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού•в то же мгновение – την ίδια; στιγμή, ταυτόχρονα. -
11 вмиг
-
12 ежеминутно
-
13 кстати
кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;* * *1.( уместно) (ακριβώς) στην ώραприйти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα
2.вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή
вводн. Словогде он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός
-
14 мгновение
мгновение с η στιγμή· в одно \мгновение στο άψε σβύσε* * *сη στιγμήв одно́мгнове́ние — στο άψε σβύσε
-
15 подходящий
подходящий κατάλληλος; в \подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή* * *в подходя́щий моме́нт — στην κατάλληλη στιγμή
-
16 удобный
удобный 1) βολικός, άνετος 2) (подходящий) κατάλληλος; \удобный момент η κατάλληλη στιγμή· \удобный случай η ευκαιρία* * *1) βολικός, άνετος2) ( подходящий) κατάλληλοςудо́бный моме́нт — η κατάλληλη στιγμή
удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
-
17 вовремя
вовремянареч ἐγκαιρα, ἐγκαίρως, πάνω στήν ὠρα / στήν κατάλληλη στιγμή (кстати):не \вовремя ἀκαιρα, ἄτοπα, σέ ἀκατάλληλη στιγμή. -
18 вот-вот
вот-во́тнареч1. (вот именно) σωστά, μάλιστα, ἀκριβῶς·2. (с минуты на минуту) ὁπού νἄναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή. -
19 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
20 данный
данн||ыйприл (этот, настоящий) δοσμένος, δεδομένος, αὐτός:\данныйая книга... αὐτό τό βιβλίο...· в \данный момент στή δοσμένη στιγμή, τώρα, προς τό παρόν, αὐτή τήν στιγμή· в \данныйом случае στή δοσμένη περίπτωση, στήν προκειμένη περίπτωση.
См. также в других словарях:
στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek