στησιχόρειος
1Στησιχόρειος — establishing masc/fem nom sg …
2στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …
3Στησιχόρειον — Στησιχόρειος establishing masc/fem acc sg Στησιχόρειος establishing neut nom/voc/acc sg …
4Στησιχορείοις — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut dat pl …
5Στησιχορείου — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen sg …
6Στησιχορείων — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen pl …