στηνιῶσαι

  • 1στηνιώ — όω, Α [Στήνια] (το απρμφ. αορ.) στηνιῶσαι (κατά τον Ησύχ.) το να είναι κανείς λοίδορος, να ξεστομίζει λόγια αισχρά και αναιδή …

    Dictionary of Greek