στηλίτευσις

  • 1στηλίτευση — η / στηλίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στηλιτεύω] (στην αρχαιότητα και στο Βυζ.) αναγραφή τού ονόματος ενός ατόμου σε στήλη για τον διασυρμό του νεοελλ. δριμεία δημόσια καταγγελία και επίκριση, στιγματισμός, ονειδισμός …

    Dictionary of Greek