στεφανωτρίς
1στεφανωτρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα 2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα τρίς (θηλ. τού τής), πρβλ. κληρω τρίς] …
2στεφανωτρίδα — στεφανωτρίς of fem acc sg …
3στεφανωτρίδας — στεφανωτρίς of fem acc pl …
4στεφανωτρίδι — στεφανωτρίς of fem dat sg …
5στεφανωτρίδος — στεφανωτρίς of fem gen sg …
6στεφανωτίς — ίδος, ἡ, Α στεφανωτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. τις (θηλ. τού τής), πρβλ. λιβανω τίς] …