στεφανίτης
21στεφανίτις — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. στεφανίτης …
22στεφανηφόρος — α, ο / στεφανηφόρος, ον, ΝΜΑ, και στεφανοφόρος, ον, Α αυτός που φορεί στέφανο ή στέμμα, στεφανωμένος μσν. μτφ. αυτός που έλαβε τον στέφανο τού μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …
23στεφανιτικός — και στεφανητικός, ή, όν, Α [στεφανίτης] στεφανικός* («στεφανιτικὸς φόρος», Ιώσ.) …
24συστεφανίτης — ὁ, Μ ο μαζί με άλλους στεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στεφανίτης «στεφανωμένος»] …
25ՊՍԱԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0662 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c ա. στεφανίτης coronatus. Ունօղ պսակ. պսակակիր. պսակազգեաց. *Ի յաւիտենական պսակաւորս ճեմեցուցանէ. Իմ. ՟Դ. 2: *Ընդ ո՛ չար ինչ անցանէ, եւ համբերել մարթէ, այն ինքն …
26στεφανιτῶν — στεφανῑτῶν , στεφανίτης of masc gen pl …
27στεφανίται — στεφανί̱τᾱͅ , στεφανίτης of masc dat sg (doric aeolic) …
28στεφανίταιν — στεφανί̱ταιν , στεφανίτης of masc gen/dat dual …
29στεφανίταις — στεφανί̱ταις , στεφανίτης of masc dat pl …
30στεφανίτην — στεφανί̱την , στεφανίτης of masc acc sg (attic epic ionic) …