στερώ
51απαγόρευση — η 1. παρακώλυση, παρεμπόδιση: Αποφασίστηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας του φαρμάκου Α. 2. (νομ.), «βάζω κάποιον σε απαγόρευση», με δικαστική απόφαση στερώ κάποιον από το δικαίωμα να διαχειρίζεται την περιουσία του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52αποκληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, στερώ κάποιον από το δικαίωμα της κληρονομιάς: Αποκλήρωσε το γιο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
53αποξενώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον ξένο, παύω να τον θεωρώ δικό μου: Η γυναίκα του τον είχε αποξενώσει από τους συγγενείς του. 2. στερώ κάποιον από ένα αγαθό: Η ανάμειξή του σ εκείνη την υπόθεση τον αποξένωσε από τη συμπάθεια του προϊσταμένου του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54απορφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάποιον ορφανό, τον στερώ από τους γονείς του, τον προστάτη του, τον αρχηγό του: Ύστερα από το θάνατο του αρχηγού του το κόμμα αυτό έχει απορφανιστεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55αφαιρώ — εσα, έθηκα, αιρεμένος και αφηρημένος 1. παίρνω από ένα όλο, βγάζω: Λέει πως κάποιος του αφαίρεσε χρήματα. 2. κόβω, αποσπώ: Ο γιατρός είπε πως ο όγκος αυτός πρέπει να αφαιρεθεί. 3. στερώ: Μην του αφαιρείς αυτή την ελπίδα· το μέσ. αφαιρούμαι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56τυφλώνω — τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος 1. κάνω κάποιον στραβό, του στερώ την όραση, τον, στραβώνω: Τυφλώθηκε από μια έκρηξη. 2. θαμπώνω την όραση, τη λιγοστεύω πολύ: Μας τύφλωσε το αυτοκίνητο με τον προβολέα του. 3. μτφ., σκοτίζω την κρίση κάποιου, του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57υποδουλώνω — υποδούλωσα, υποδουλώθηκα, υποδουλωμένος 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, του στερώ την ελευθερία ή την ανεξαρτησία του, τον σκλαβώνω: Οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει την Ελλάδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον υποχείριό μου: Τον υποδούλωσε το πάθος του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)