στερώ

  • 41στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση …

    Dictionary of Greek

  • 42στέρημα — το, ΝΜΑ [στερώ] 1. καθετί που στερείται κανείς 2. στέρηση αρχ. καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 43στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 44στερίζω — Α στερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐστέρισεν σε επιγραφή, σχηματισμένος πιθ. χάριν μετρικών αναγκών (πρβλ. το συνθ. ἀπο στερίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 45στερητικός — ή, ό / στερητικός, ή, όν, ΝΜΑ [στερώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση 2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός νεοελλ. φρ. α) «στερητικό μόριο» (γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση,… …

    Dictionary of Greek

  • 46τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …

    Dictionary of Greek

  • 47υποδουλώνω — ὑποδουλῶ, όω, ΝΜ [ὑπόδουλος] νεοελλ. 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου 2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους… …

    Dictionary of Greek

  • 48υποστέρησις — ήσεως, ἡ, Μ μικρή στέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέρησις (< στερῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 49φιμώνω — φιμῶ, όω, ΝΜΑ [φιμός] (σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο νεοελλ. 1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τόν εμποδίσω να φωνάξει 2. μτφ. στερώ την ελευθερία τού λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς τής δικτατορίας») 3. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 50χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) …

    Dictionary of Greek