στερώ

  • 31ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …

    Dictionary of Greek

  • 32κάδαμος — κάδαμος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τους ομηρ. τ. κεκαδών, κεκαδήσει «βλάπτω, στερώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 33καταβραβεύω — (AM) στερώ από κάποιον το βραβείο, αδικώ («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ) αρχ. 1. άρχω, δεσπόζω 2. παθ. καταβραβεύομαι καταδικάζομαι άδικα …

    Dictionary of Greek

  • 34καταπιέζω — (Α καταπιέζω) πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω νεοελλ. μτφ. 1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τόν βασανίζω, τόν τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς 2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω …

    Dictionary of Greek

  • 35καταποριάζω — (Μ) στερώ από κάθε πόρο, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *αποριάζω (< ἀπορία < ἄπορος)] …

    Dictionary of Greek

  • 36ξεβγάζω — και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω) παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ νεοελλ. κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω 2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω… …

    Dictionary of Greek

  • 37παρακόπτω — Α 1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω 2. απατώ, εξαπατώ κάποιον 3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω 4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω 5. διασχίζω, περνώ 6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα β) αλλοιώνω, ψευτίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 38πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …

    Dictionary of Greek

  • 39προαποστερώ — προαποστερῶ, έω, ΝΑ στερώ κάποιον πρωτύτερα, αρπάζω εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 40προσατιμώ — όω, Α 1. ατιμάζω κάποιον επιπροσθέτως 2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα («ὅταν ἐμὲ μὲν ἵδῃ μὴ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένον, ἀλλὰ καὶ προσητιμωμένον», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀτιμῶ «ατιμάζω»] …

    Dictionary of Greek