στερώ

  • 21αποσκευάζω — (AM ἀποσκευάζω) ( ομαι) αποπατώ αρχ. μσν. φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται αρχ. ( ομαι) 1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη 2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ 3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από… …

    Dictionary of Greek

  • 22αποστερώ — (ΑΜ ἀποστερῶ, έω) 1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει 2. αποστερούμαι αποβάλλω, χάνω αρχ. παίρνω με απάτη, εξαπατώ 2. αποτυγχάνω 3. κλέβω, κατακρατώ 4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω 5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα 6. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 23αργυροστερής — ἀργυροστερής ( οῡς), ές (Α) αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» η ζωή του ληστή). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ] …

    Dictionary of Greek

  • 24αστέρητος — η, ο (Μ ἀστέρητος, ον) [στερώ] αυτός που δεν γνώρισε στερήσεις, που έχει ό,τι του είναι απαραίτητο …

    Dictionary of Greek

  • 25αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …

    Dictionary of Greek

  • 26βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 27εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 28εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… …

    Dictionary of Greek

  • 29εκτυφλώνω — και εκτυφλώ ( όω) (AM ἐκτυφλῶ) 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω 2. απόλ. επιφέρω τύφλωση 3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω 4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεως αρχ. 1. παθ. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 30εξορφανίζω — ἐξορφανίζω (Α και Μ ἐξορφανίζομαι) μσν. χάνω τελείως κάτι αρχ. στερώ, αφαιρώ κάτι εντελώς από κάποιον …

    Dictionary of Greek