στερώ

  • 11στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 12στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] …

    Dictionary of Greek

  • 13αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 14ακληρίζω — (Μ ἀκληρίζω) [ἄκληρος] νεοελλ. ακληριάζω μσν. στερώ κάποιον από εδάφη που τού ανήκουν ή γενικότερα από την περιουσία του …

    Dictionary of Greek

  • 15ακληρώ — ἀκληρῶ ( έω) (AM) [ἄκληρος] είμαι άκληρος, δεν έχω περιουσία, δυστυχώ μσν. στερώ κάποιον από εδάφη που τού ανήκουν …

    Dictionary of Greek

  • 16αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …

    Dictionary of Greek

  • 17αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… …

    Dictionary of Greek

  • 18αμείρω — ἀμείρω (Α) στερώ, αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)] …

    Dictionary of Greek

  • 19ανόνητος — ἀνόνητος, ον (Α) [ονίνημι] 1. ο μη χρήσιμος, ανώφελος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνόνητα μάταια, άδικα 3. ενεργ. «ποιῶ τινὰ ἀνόνητον τῶν ἀγαθῶν» στερώ από κάποιον τα αγαθά …

    Dictionary of Greek

  • 20απορραίω — ἀπορραίω (Α) [ραίω] στερώ από κάποιον κάτι, αποστερώ …

    Dictionary of Greek