στερνο-βρῑθής
1καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] …
2στερνοβριθής — ές, Α αυτός που έχει γερό στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] …