-
1 στερεώνω
[стэрэоно] р. прикреплять, укреплять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στερεώνω
-
2 зачаливать
στερεώνω, συνδέω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зачаливать
-
3 скреплять
στερεώνω, συσφίγγω, συνδέω, συναρμολογώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скреплять
-
4 укреплять
укрепля||тьнесов1. δυναμώνω (μετ.\ στερεώνω, ἐνισχύω, ἐδραιώνω, ἐμπεδώ/ τονώνω (здоровье):\укреплять власть (мощь, могущество) στερεώνω τήν ἐξουσία· \укреплять свое положение ἐνισχύω τήν θέση μου·2. воен. ὁχυρώνω·3. (прикреплять) κολλῶ„ στερεώνω, συνδέω.. -
5 фиксировать
1. (отмечать, записывать, регистрировать) σημειώνω, εγγράφω 2. (уста-навливать, определять) καθορίζω, προσδιορίζω 3. (закреплять что-л. в определённом положении) στερεώνω 4 (сосредоточивать, устремлять) συγκεντρώνω, προσηλώνω 5. (усваивать) биол. αφομοιώνω 6. (фото) στερεώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксировать
-
6 закрепить
закрепить, закреплять 1) (укрепить) στερεώνω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ \закрепить успехи σταθεροποιώ τις επιτυχίες 2) (что-л. за кем-л.) κατοχυρώνω 3) фото φιξάρω* * *= закреплять1) ( укрепить) στερεώνω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώзакрепи́ть успе́хи — σταθεροποιώ τις επιτυχίες
2) (что-л. за кем-л.) κατοχυρώνω3) фото φιξάρω -
7 прикрепить
прикрепить, прикреплять 1) (закрепить) στερεώνω, δένω· καρφώνω (прибить) 2) (к организации) εγγράφω* * *= прикреплять2) ( к организации) εγγράφω -
8 укрепить
укрепить, укреплять 1) δυναμώνω, ενισχύω 2) (прикрепить ) στερεώνω* * *= укреплять1) δυναμώνω, ενισχύω2) ( прикрепить) στερεώνω -
9 закреплять
закреплятьнесов1. (прикреплять) στερεώνω, συσφίγγω/ мор. δένω·2. (обеспечивать за кем-л., чем-л.) ἐξασφαλίζω·3. мед. (желудок) προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ τή διάρροια·4. фото, тех. φιξάρω, στερεώνω. -
10 крепнть
крепн||тьнесов1. тех. στερεώνω·2. мор.:\крепнть канат δένω τό καράβι· \крепнть паруса μαζεύω τά πανιά·3. перен παγιώνω, ἐδραιώνω, στερεώνω·4. безл мед.:\крепнтьт желудок ἔχω δυσκοιλιότητα. \крепнтьться -
11 закрепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•-и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.
|| δένω•-и веревку δέσε γερά την τριχιά.
|| σφίγγω, τεντώνω•-и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).
(φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.
3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.). -
12 перекрепить
-плю, пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрепленный, βρ: -лен, -лена, -лено;ρ.σ.μ. στερεώνω ξανά• στερεώνω αλλιώς. -
13 припереть
ρ.σ.μ.1. (απλ.) στερεώνω, επιστηρίζω•припереть доску к стене στερεώνω τη σανίδα στον τοίχο.
2. κλείνω σφιχτά, γερά, σφαλίζω•припереть дверь σφαλίζω την πόρτα.
3. πιέζω, θλίβω, σφίγγω.4. (απλ.) μισοκλείνω.5. (απλ.) φέρω, κουβαλώ•-ли на себе три мешка έφεραν για τον εαυτό τους τρία τσουβάλια.
6. αμ. έρχομαι•-пр к нам и сидит αυτός μας ήρθε και κάθεται.
εκφρ.припереть к стене – κολλώ στον τοίχο (αποστομώνω, εξουδετερώνω).(απλ.) έρχομαι•ты зачем сюда -рся? γιατί μας ήρθες εδώ;
-
14 сболтить
-лчу, -лтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сболченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.ενώνω, συνδέω, στερεώνω, στερεώνω με μπουλόνια. -
15 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
16 утвердить
-ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•
утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•
утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•
утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.
2. επιβεβαιώνω.3. πείθω, βεβαιώνω.4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•
утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•
утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.
1. παλ. στερεώνομαι.2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).
|| πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•
утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•
утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.
-
17 закреплять
σταθεροποιώ, στερεώνω, δένωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закреплять
-
18 консолидировать
1. тех. στερεώνω, παγιώνω 2. (сплачивать) συνενώνω 3. фин. μετατρέπω το βραχυπρόθεσμο δάνειο σε μακροπρόθεσμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консолидировать
-
19 крепить
1. (прочно прикреплять) στερεώνω 2. (устанавливать крепь) αρμόζω το στήριγμα 3. (укреплять) ενισχύω, δυναμώνω 4. мор.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепить
-
20 почва
το έδαφος, η γηокультуривать - у καλλιεργώ το -, εξευγενίζω το -укреплять - у στερεώνω το -, ενισχύω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почва
См. также в других словарях:
στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
μπουλονάρω — στερεώνω κάτι με μπουλόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulonner < γαλλ. boulon] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
κατασφηκώ — κατασφηκῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηκῶ «σφίγγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
μποτσάρω — [μπότσος] ναυτ. δένω με μπότσο, στερεώνω, εχμάζω («μποτσάρω την άγκυρα» στερεώνω την άγκυρα στη σωστή θέση ώστε να μη μετακινείται κατά τον κυματισμό) … Dictionary of Greek
περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
προδιατείνω — Α προσαρμόζω, στερεώνω κάτι στη θέση του προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατείνω «τεντώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek