στερεοσκοπικός

  • 1στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …

    Dictionary of Greek