στενυγρός
1στενυγρός — a narrow pass masc nom sg …
2στένυγρος — η, ο, Ν βιολ. (στους χερσαίους οργανισμούς) αυτός που μπορεί να προσαρμοστεί μόνο σε περιορισμένες διακυμάνσεις τής ατμοσφαιρικής υγρασίας …
3στενυγρός — ή, όν, Α ιων. τ. 1. στενός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή στενή διάβαση, πορθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο τού επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ (πρβλ. Στενύ κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα γ και επίθημα ρός (πρβλ. θαλυ… …
4στενυγρόν — στενυγρός a narrow pass masc acc sg στενυγρός a narrow pass neut nom/voc/acc sg …
5στενυγρῇ — στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …
6στενυγρῷ — στενυγρός a narrow pass masc/neut dat sg …
7στενυγροχωρίη — ἡ, Α ιων. τ. στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + χωρίη (< χωρος < χῶρος)] …
8στενυγρώ — όω, Α [στενυγρός] ιων. τ. συστέλλω …
9στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …
10στενυγρῆι — στενυγρῇ , στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …
- 1
- 2