στεμφυλίας οἶνος
1στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] …
2λάκυρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στεμφυλίας οἶνος» …
1στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] …
2λάκυρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στεμφυλίας οἶνος» …