στελεᾷ
1στελεά — στελεά̱ , στελεά haft fem nom/voc/acc dual στελεά̱ , στελεά haft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στελεόν manubrium neut nom/voc/acc pl …
2στελεᾷ — στελεά haft fem dat sg (attic doric aeolic) …
3στελεά — και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ εά / στειλ ειή (πρβλ. δωρ εά, νευρ ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun k… …
4στελεῇ — στελεά haft fem dat sg (epic ionic) …
5στελεῶν — στελεά haft fem gen pl στελεόν manubrium neut gen pl στελεός rolling pin masc gen pl στελεόω furnish with a handle pres part act masc voc sg (doric aeolic) στελεόω furnish with a handle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στελεόω… …
6στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …
7στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …
8στελεόν — και επικ. τ. στειλειόν, τὸ, Α η στελεά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στελεά] …
9στειλέα — ἡ, Α βλ. στελεά …
10στειλειή — ἡ, Α βλ. στελεά …
- 1
- 2