στεγν-ός
1στέγν' — στεγνά , στεγνός watertight neut nom/voc/acc pl στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc/acc dual στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc sg (doric aeolic) στεγνέ , στεγνός watertight masc voc sg στεγναί , στεγνός watertight fem nom/voc pl …
2λειάνωμα — το 1. μικρό και λεπτό πράγμα 2. μικρό αρνί ή κατσίκι 3. στον πληθ. τα λειανώματα σύνολο μικρών ομοειδών πραγμάτων, ιδίως κερμάτων, λειανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειανώνω (< λειανός), κατά τα ουδ. σε ωμα (πρβλ. δίπλ ωμα, στέγν ωμα)] …