στεγνότης
1στεγνότης — closeness fem nom sg …
2στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg …
3στεγνότητι — στεγνότης closeness fem dat sg …
4στεγνότητος — στεγνότης closeness fem gen sg …
5στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα …