σταχυο-πλόκαμος

  • 1κυανοπλόκαμος — κυανοπλόκαμος, ον (Α) (για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο πλόκαμος, σταχυο πλόκαμος)] …

    Dictionary of Greek