σταφυλίς
1σταφυλίς — bunch of grapes fem nom sg …
2σταφυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. σταφύλι 2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίς, ίδος] …
3σταφυλίδες — σταφυλίς bunch of grapes fem nom/voc pl …
4σταφυλίδος — σταφυλίς bunch of grapes fem gen sg …
5Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …
6ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… …
7ράματα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. *ῥάγματα] …
8σταφυλάγρα — η, ΝΑ χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ άγρα)] …
9σταφυλεπάρτης — ὁ, ΜΑ η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)] …
10σταφυλιοκαύστης — και σταφυλοκαύστης, ὁ, Α όργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …
- 1
- 2