στατηριαῖος
1στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …
2στατηριαίας — στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem acc pl στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem gen sg (attic doric aeolic) …