στατίζομαι

  • 1στατίζω — Α [στατός] 1. τοποθετώ 2. στατιωνίζω* 3. (το μεσ.) στατίζομαι α) στέκομαι κάπου β) προσδιορίζω, αποδεικνύω …

    Dictionary of Greek