στασιᾶσαι
1στασιάσαι — στασιά̱σᾱͅ , στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) στασιάζω to be at variance aor inf act στασιάσαῑ , στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg …
2στασιᾶσαι — στασιάζω to be at variance fut part act fem nom/voc pl (doric) …
3στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …