σταρτος

  • 1σταρτός — ὁ, Α βλ. στρατός …

    Dictionary of Greek

  • 2στάρτοι — Α [σταρτός] (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τάξεις τοῡ πλήθους» …

    Dictionary of Greek

  • 3στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …

    Dictionary of Greek

  • 4ster-5, sterǝ- : strē-, steru- : streu- —     ster 5, sterǝ : strē , steru : streu     English meaning: to widen, to scatter     Deutsche Übersetzung: “ausbreiten, ausstreuen”     Note: (compare ster “ stare, stiff sein”)     Material: A. O.Ind. str̥ṇüti, str̥ṇōti (eig. zur basis… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary