σταμάτημα

  • 1σταμάτημα — και σταμάτισμα, το, Ν [σταματώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σταματώ, παύση, στάση (α. «σταμάτημα τής καρδιάς» β. «σταμάτημα τής μηχανής» γ. «σταμάτημα τής βροχής») 2. εξαναγκασμός σε παύση, σε στάση («σταμάτημα τών ληστών από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 2σταμάτημα — το 1. παύση κίνησης ή λειτουργίας: Δεν ήταν εύκολο το σταμάτημα του αφηνιασμένου αλόγου. – Σταμάτημα της μηχανής. 2. αναχαίτιση, παρεμπόδιση: Στάθηκε αδύνατο το σταμάτημα των εχθρικών δυνάμεων …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …

    Dictionary of Greek

  • 4Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …

    Wikipedia

  • 5τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ion Dragoumis — Íon Dragoúmis Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31… …

    Wikipédia en Français

  • 7Íon Dragoúmis — Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31 juillet julien)… …

    Wikipédia en Français

  • 8Драгумис, Ион — Ион Драгумис греч. Ίων Δραγούμης …

    Википедия

  • 9έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …

    Dictionary of Greek

  • 10έφεξις — ἔφεξις, ἡ (Α) [επέχω] 1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά;… …

    Dictionary of Greek