σταιτός
1σταιτός — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut gen sg …
2σταιτίτης — και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α 1. ο σταίτινος* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου 3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …
3тесто — укр. тiсто, др. русск., цслав. тѣсто, болг. тесто (Младенов 646), сербохорв. ти̏jесто, словен. testọ̑, чеш. těsto, слвц. сеstо, польск. сiаstо, в. луж. cěsto, н. луж. sěsto. Праслав. *těstо связано с тискать, тесный, согласно Миклошичу (Мi.… …
4σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» …
5σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] …
6σταιτίας — και στατίας, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτου εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίας (πρβλ. ορνιθ ίας)] …
7σταιτίον — τὸ, Α [σταῑς, σταιτός] πλακούντας από ζυμάρι …
8σταιτουργός — ὁ, ἡ Α αυτός που φτειάχνει σταιτήϊα* [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + ουργός* (< ἔργον)] …
9σταιτώδης — ες, Α [σταῑς, σταιτός] αυτός που μοιάζει με ζυμάρι («τὸ σταιτῶδες τοῡ ἄρτου» η ψίχα τού ψωμιού, Πολυδ.) …
10tā-, tǝ-; tāi-, tǝi-, tī̆ -; (tāu-), tǝu-, tū̆- — tā , tǝ ; tāi , tǝi , tī̆ ; [tāu ], tǝu , tū̆ English meaning: to melt, dissipate, decay Deutsche Übersetzung: ‘schmelzen, sich auflösen (fließen), hinschwinden (Moder, verwesendes)” Material: A. Osset. thayun “tauen, melt”… …