σταθμητός
1σταθμητός — ή, ό / σταθμητός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμώ] αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες») …
2σταθμητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί: Οαέρας είναι ύλη σταθμητή. 2. μτφ., αυτός που μπορεί να υπολογιστεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σταθμητά — σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc pl σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc/acc dual σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4σταθμητῶν — σταθμητός to be measured fem gen pl σταθμητός to be measured masc/neut gen pl …
5σταθμητόν — σταθμητός to be measured masc acc sg σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc sg …
6σταθμηταί — σταθμητός to be measured fem nom/voc pl …
7σταθμητοί — σταθμητός to be measured masc nom/voc pl …
8σταθμητῇ — σταθμητός to be measured fem dat sg (attic epic ionic) …
9σταθμητή — σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10σταθμητήν — σταθμητός to be measured fem acc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2