σταγόν
1Монастырь Святого Стефана — православный храм Монастырь Святого Стефана греч. Μονή Αγίου Στεφάνου …
2σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …
3σταλαγμίας — ὁ, Α 1. αυτός που αφήνει να πέφτουν σταλαγματιές 2. συνεκδ. άλλη ονομασία τού φυτού χαλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + επίθημα ίας (πρβλ. σταγον ίας)] …
4σταλαγμιαίος — αία, ον, Α αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …
5στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …