στήθεσι παμφαίνοντες

  • 1παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek