1στήδην — by weight indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2στήδην — Α επίρρ. με το ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη τού ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στά δην)] …
Dictionary of Greek