στέφανοι

  • 11вѣньчевати — ВѢНЬЧЕВА|ТИ (3*), Ю, ѤТЬ гл. Увенчивать: стѩжавши(м) весь путь блгоч(с)ть˫а. добръ прінесе вѣнець… імъже вѣнчеваѥть х҃с подражающа˫а стр(с)ти ѥго (στεφανοῖ) ГБ XIV, 143в; | образн.: вѣнчева˫аи же д҃шю дх҃вны словесы. ЗЦ к. XIV, 61а; тогда… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 12вѣньчеватисѧ — ВѢНЬЧЕВА|ТИСѦ (2*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Удостаиваться венка, награды: но ни единого труда къ г(с)ни помощи. и къ побѣдѣ въспри˫ать˫а тамо за единъ д҃нь текуть. побѣжающе вѣнчеваютьсѩ. радуют же сѩ и веселѩтсѩ. (στεφανοῦνται) ФСт XIV, 148а; иже тѣломъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 13TINCTOR — Graece Βαφεὺς, a tingendis purpurâ, aliôque colorum genere vestibus, lapidibusque nomen habet: cuiusmodi Artificum memoriam servat Hierapoli vetus Inscr. ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΗΡΩΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟΙ ΗΕΡΓΑΣΑΑ ΤΩΝ ΒΑΦΕΩΝ Heroum hocce coronat corpus Tinctorum, apud Iac …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14μελιλώτινος — μελιλώτινος, η, ον (Α) [μελίλωτο] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μελίλωτο («μελιλώτινοι στέφανοι», Αλεξ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μελιλώτινον με γλυκύτητα μελιλώτου …

    Dictionary of Greek

  • 15πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …

    Dictionary of Greek

  • 16στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 17χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …

    Dictionary of Greek

  • 18Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …

    Dictionary of Greek