στέλλεσθαι
1στέλλεσθαι — στέλλω make ready pres inf mp …
2στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …
3στέλλεσθ' — στέλλεσθε , στέλλω make ready aor imperat mid 2nd pl στέλλεσθε , στέλλω make ready pres imperat mp 2nd pl στέλλεσθε , στέλλω make ready pres ind mp 2nd pl στέλλεσθαι , στέλλω make ready pres inf mp στέλλεσθε , στέλλω make ready aor ind mid 2nd pl …